- ορεωπολώ
- ὀρεωπολῶ, -έω (Α)περιποιούμαι ημιόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -πολῶ (< -πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη-πολώ. Το θεματικό φωνήεν -ω- τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρεωπολῶ — ὀρεωπολέω tend mules pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρεωπολέω tend mules pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)